Της Σοφίας Βατούγιου
Αρχιμηνιά κι αρχή χρονιά
ψιλή μου δεντρολιβανιά
κι αρχή, κι αρχή καλός μας χρόνος
εκκλησιά, εκκλησιά μετ' άγιος θρόνος.
Κι αρχή που βγήκεν ο Χριστός
Άγιος και πνευματικός
στη γή, στη γή να περπατήσει
και να μας, και να μας καλοκαρδίσει.
Άγιος Βασίλης έρχεται
κι όλους μας καταδέχεται
από, από τη Καισαρεία
συ ΄σαι αρχό,συ ΄σαι αρχόντισσα κυρία.
Βαστά εικόνα και χαρτί
ζαχαροκάντιο ζυμωτή
χαρτί, χαρτί και καλαμάρι
δες και με,δες και με το παλικάρι.
Το καλαμάρι έγραφε
τη μοίρα του την έλεγε
και το, και το χαρτί ομείλει
άσπρε μου, άσπρε μου άγιε Βασίλη.
Βασίλη πόθεν έρχεσαι
και δε μας καταδέχεσαι
και πό, πόθεν κατεβαίνεις
και δε μας, και δε μας εσυντυχαίνεις.
Από τις μάνας μου έρχομαι
μα εγώ σας καταδέχομαι
και στο, και στο σχολειό που πάω
εν μου λέτε τη να κάμω.
Κάτσε να φάς κάτσε να πιείς
κάτσε τον πόνο σου να πείς
κάτσε, κάτσε να τραγουδήσεις
και να μας, και να μας καλοκαρδίσεις.
Εγώ γράμματα μάθαινα
μα να σας πώ τι πάθαινα
τραγού, τραγούδια εν ηξέρω
κι ήρθα (όνομα αντρός) μου να σ΄ εύρω.
Και σαν ήξερες γράμματα
τόσες φορές με κλάματα
πες μας, πες μας την αλφαβήτα
πως τα πέ, πως τα πέρασες τη νύχτα.
Χλωρό ραβδί ξέρο ραβδί
μπροστά στην πόρτα σου να βγεί
χλωρά, χλωρά βλαστάρια πέτα
ροδοκό,ροδοκόκκινη βιολέτα.
Και πάνω στα βλαστάρια της
και στα περικλωνάρια της
περδί, περδίκες κελαΪδούσαν
και δεν μας, και δεν μας το εμηνούσαν.
Εν ήσαν μόνο πέρδικες
γαρυφαλλιές λεβέντικες
ήσαν, ήσαν και τριγωνάκια
μαύρα μου, μαύρα μου γλυκά ματάκια.
Κατέβηκε μια πέρδικα
που περπατεί λεβέντικα
να βρέ, να βρέξει το φτερό της
μες΄ το δρο, μες το δροσερό νερό της.
Και βρέχει την αφέντησα
τη (γυναικείο όνομα) τη λεβέντισσα
την πο, την πολυχρονεμένη
και στο κό, και στο κόσμο ξακουσμένη.
Ύβρα την πόρτα σας ανοιχτή
θαρρώ πως έχετε πηχτή
πηχτή, πηχτή και λουκουμάδες
και κρασί, και κρασί με τους κουβάδες.
(Γυναικείο ονομα) φέρε κάστανα
φέρε και πορτοκάλια
φέρε και το γλυκό κρασί
να πιούν τα παλικάρια.
Εμείς εδώ εν ήρθαμε
να φάμε και να πιούμε
μονο σας αγαπάμε
κι ήρθαμε να σας δούμε.
Σ΄ αυτό το σπίτι που είρθαμε
πέτρα να μη ραγίσει
και ο νοικοκύρης και η κυρά
χρόνια πολλά να ζείσουν.
Αρχιμηνιά κι αρχή χρονιά
ψιλή μου δεντρολιβανιά
κι αρχή, κι αρχή καλός μας χρόνος
εκκλησιά, εκκλησιά μετ' άγιος θρόνος.
Κι αρχή που βγήκεν ο Χριστός
Άγιος και πνευματικός
στη γή, στη γή να περπατήσει
και να μας, και να μας καλοκαρδίσει.
Άγιος Βασίλης έρχεται
κι όλους μας καταδέχεται
από, από τη Καισαρεία
συ ΄σαι αρχό,συ ΄σαι αρχόντισσα κυρία.
Βαστά εικόνα και χαρτί
ζαχαροκάντιο ζυμωτή
χαρτί, χαρτί και καλαμάρι
δες και με,δες και με το παλικάρι.
Το καλαμάρι έγραφε
τη μοίρα του την έλεγε
και το, και το χαρτί ομείλει
άσπρε μου, άσπρε μου άγιε Βασίλη.
Βασίλη πόθεν έρχεσαι
και δε μας καταδέχεσαι
και πό, πόθεν κατεβαίνεις
και δε μας, και δε μας εσυντυχαίνεις.
Από τις μάνας μου έρχομαι
μα εγώ σας καταδέχομαι
και στο, και στο σχολειό που πάω
εν μου λέτε τη να κάμω.
Κάτσε να φάς κάτσε να πιείς
κάτσε τον πόνο σου να πείς
κάτσε, κάτσε να τραγουδήσεις
και να μας, και να μας καλοκαρδίσεις.
Εγώ γράμματα μάθαινα
μα να σας πώ τι πάθαινα
τραγού, τραγούδια εν ηξέρω
κι ήρθα (όνομα αντρός) μου να σ΄ εύρω.
Και σαν ήξερες γράμματα
τόσες φορές με κλάματα
πες μας, πες μας την αλφαβήτα
πως τα πέ, πως τα πέρασες τη νύχτα.
Χλωρό ραβδί ξέρο ραβδί
μπροστά στην πόρτα σου να βγεί
χλωρά, χλωρά βλαστάρια πέτα
ροδοκό,ροδοκόκκινη βιολέτα.
Και πάνω στα βλαστάρια της
και στα περικλωνάρια της
περδί, περδίκες κελαΪδούσαν
και δεν μας, και δεν μας το εμηνούσαν.
Εν ήσαν μόνο πέρδικες
γαρυφαλλιές λεβέντικες
ήσαν, ήσαν και τριγωνάκια
μαύρα μου, μαύρα μου γλυκά ματάκια.
Κατέβηκε μια πέρδικα
που περπατεί λεβέντικα
να βρέ, να βρέξει το φτερό της
μες΄ το δρο, μες το δροσερό νερό της.
Και βρέχει την αφέντησα
τη (γυναικείο όνομα) τη λεβέντισσα
την πο, την πολυχρονεμένη
και στο κό, και στο κόσμο ξακουσμένη.
Ύβρα την πόρτα σας ανοιχτή
θαρρώ πως έχετε πηχτή
πηχτή, πηχτή και λουκουμάδες
και κρασί, και κρασί με τους κουβάδες.
(Γυναικείο ονομα) φέρε κάστανα
φέρε και πορτοκάλια
φέρε και το γλυκό κρασί
να πιούν τα παλικάρια.
Εμείς εδώ εν ήρθαμε
να φάμε και να πιούμε
μονο σας αγαπάμε
κι ήρθαμε να σας δούμε.
Σ΄ αυτό το σπίτι που είρθαμε
πέτρα να μη ραγίσει
και ο νοικοκύρης και η κυρά
χρόνια πολλά να ζείσουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου