της Ευθυμίας Τσαντίρη
Ήταν βράδυ και
έβρεχε καταρρακτωδώς, ήταν η περίοδος που είχε ξεσπάσει παγκόσμια πανδημία και
χρειαζόμουν χαρτιά τουαλέτας, έτσι βγήκα στην άδεια πόλη και πήγα σούπερ
μάρκετ, η ώρα ήταν εννέα παρά πέντε και το σούπερ μάρκετ έκλεινε στις εννιά.
Έτσι έτρεξα όσο πιο γρήγορα μπορούσα για να βρω τον διάδρομο με τα είδη υγιεινής,
με την άκρη του ματιού μου εντόπισα ένα τελευταίο πακέτο επάνω στο ράφι, έτρεξα
λοιπόν για να το πάρω, μα λίγο πριν φτάσω πετάχτηκε ένας νεαρός που πραγματικά
δεν κατάλαβα πως βρέθηκε εκεί.